- χειμωνιάρης
- -α, -ικο, Ν1. αυτός που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια τού χειμώνα2. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει τον χειμώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. αλων-ιάρης, χρον-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.